-
1 καταχρίω
A anoint, smear, coat, Arist.HA 625b31;τέγη IG11(2).203
A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.);θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3
;πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9
;θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15
:—[voice] Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41
:—[voice] Pass., Dsc.2.70;βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3
;ἐλαίῳ κ. Ph.2.158
; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχρίω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский